- χαχόλικος
- -η, -ο, Ν [χαχόλος]1. (για πρόσ.) μαντραχαλάς, κρεμανταλάς2. (κατ' επέκτ.) (για πράγμ.) χωριάτικος, χοντροκομμένος, άκομψος, άχαρος.επίρρ...χαχόλικα Νμε χαχόλικο τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαχόλικος — η, ο αυτός που αρμόζει σε χαχόλους, μεγαλόσωμος, άχαρος, μπατάλικος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαχόλος — ο 1. Ρώσος. 2. χαχόλικος, άνθρωπος μεγαλόσωμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)